συμβολαιογραφία

συμβολαιογραφία
η, Ν
1. το επάγγελμα τού συμβολαιογράφου
2. ο χρόνος κατά τον οποίον ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβολαιογραφία — η το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και ο χρόνος κατά τον οποίο το ασκεί κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”